μπονεστρένα

μπονεστρένα
μπονεστρένα, ἡ (Μ)
βλ. μπουλουστρήνα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μπουλουστρήνα — και μπουλιστρίνα, η (Μ μπονεοτρένα) πρωτοχρονιάτικο φιλοδώρημα, μποναμάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μπονεστρένα < λατ. bonae strenae «πρωτοχρονιάτικο δώρο για την αίσια έκβαση τών οιωνών». Για τον τ. μπουλουστρήνα και μουλιστρίνα πρβλ. γαλλ. belles… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”